Art Living: Δημήτρης Μπούρας

Art Living: Δημήτρης Μπούρας

Art Living: Δημήτρης Μπούρας 1280 720 Art Podcast
Γράφει ο Δημήτρης Μπούρας (ηθοποιός).

Συνδεθείτε μαζί του στο Facebook και στο Instagram.


Πατώντας στη σκηνή

 

Υπάρχει μια κλασική ερώτηση, μια ερώτηση που καλείσαι να απαντήσεις κάθε φορά που γνωρίζεις έναν νέο άνθρωπο ή δίνεις κάπου μια συνέντευξη: Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός. Ποτέ δεν έμαθα να πω, αλήθεια, την απάντηση, δεν τη ξέρω και ούτε κάθισα να το πολυσκεφτώ. Ήξερα ότι λάτρευα τις σειρές και τις ταινίες και πως κάθε φορά που πήγαινα σαν παιδάκι να δω μια παράσταση, πάντα ζήλευα τους ηθοποιούς που με τον τρόπο που αφηγούνταν μια ιστορία, σε ταξίδευαν σε ένα κόσμο, σε μυούσαν σε μια ιεροτελεστία και σε έκαναν να νιώθεις πως είσαι μέρος της παράστασης. Έβαζα πάντα στον εαυτό μου την ερώτηση «αυτό εγώ πώς θα το έκανα; Πώς θα ήταν αν ήμουν εγώ εκεί πάνω;» και στο τέλος, στην υπόκλιση, φανταζόμουν τι σπουδαία ικανοποίηση είναι για έναν/μια ηθοποιό να καταφέρει να τραβήξει το κοινό, να το κάνει να ξεχάσει λίγο την καθημερινότητα και να το συγκινήσει τόσο που να αποσπάσει και το ανάλογο χειροκρότημα.

Ήθελα λοιπόν και εγώ να δοκιμάσω πώς είναι να είσαι ηθοποιός. Δεν ήξερα αν θα ήταν ως επάγγελμα ή ως απλά ένα χόμπι. Γενικά, δεν ήξερα και τι ήθελα να κάνω, δεν είχα βρει τον προσανατολισμό μου επαγγελματικά. Ήμουν (και είμαι) ένας άνθρωπος που αν με βάλεις να κάνω δουλειά γραφείου θα μπορούσα να χτυπιέμαι όλη μέρα στους γύρω τοίχους σαν φλιπεράκι. Με εξίταρε πάντα να κάνω κάτι που να απαιτεί ενέργεια, να είσαι απίκο και δημιουργικός. Και, σπουδάζοντας στα Γιάννενα, ανακάλυψα την φοιτητική θεατρική ομάδα που υπήρχε εκεί. Γράφτηκα και ξεκίνησα, εκεί νομίζω είναι και η αρχή της πορείας που διανύω ακόμα και σήμερα. Εκεί έκανα τους πρώτους αυτοσχεδιασμούς μου, δοκίμασα τα θεατρικά παιχνίδια. Εκεί αναλαμβάναμε εναλλάξ ρόλους σκηνοθεσίας και ηθοποιού, είτε σε μικρά στιγμιότυπα είτε σε ολόκληρες παραστάσεις και σπαταλούσαμε ώρες ολόκληρες στο να δημιουργούμε ακατάπαυστα.

Εκεί ανέβηκα πρώτη φορά σε σκηνή. Με κόσμο πολύ από κάτω, να περιμένει. Κάθε χρόνο ανεβάζαμε μια παράσταση και η πρώτη μου συμμετοχή ήταν στο «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ. Κάναμε πρόβες κάθε μέρα και σιγά σιγά το έργο σχηματιζόταν, αλλά εγώ ακόμα δεν είχα καταλάβει πως, στην τελική του μορφή, βασικό μέρος του έργου είναι το κοινό. Ότι μέχρι να έρθει κόσμος να το δει όλα είναι ρευστά. Ήρθαν οι τελευταίες πρόβες και ένιωθα ωραία αλλά και παράλληλα ένα άγχος με κατέτρωγε χωρίς να μπορώ όμως να καταλάβω από πού προερχόταν. Ήρθε η μέρα της πρεμιέρας και μαζί της και η συνειδητοποίηση: Ήρθε η μέρα να πούμε την ιστορία μας στο κόσμο. Η επαφή αυτή με τρόμαζε. Αλλά και με εξίταρε. Ήταν τρόμος και ανυπομονησία παρέα, αδημονούσα να βγω να ταξιδέψω μαζί με το κοινό αλλά παράλληλα φοβόμουν μήπως κάποιον/α ανάμεσα τους δεν καταφέρουμε σαν ομάδα να τον συμπαρασύρουμε σε αυτήν την εμπειρία. Το θέατρο ήταν και θα είναι πάντα ομαδική δουλειά και είχα τόσο πολύ δοθεί στην ομάδα που αποτελούσε ο θίασος ώστε ξέχασα να αποδεχτώ πως η ουσία της τέχνης αυτής είναι πως, όλοι μας είμαστε συνοδοιπόροι, και απλά κάποιες φορές αλλάζει αυτός που καθοδηγεί. Αυτός που διηγείται.

Ακόμα και σήμερα αυτό θεωρώ το τρομακτικότερο αλλά και ομορφότερο με αυτήν τη τέχνη. Η υποκριτική είναι η τέχνη της ενότητας… η τέχνη που μας καλεί να επικοινωνήσουμε, να συζητήσουμε με έναν άλλο τρόπο. Και είναι και η τέχνη που απαιτεί την αλληλεγγύη, τη συντροφιά. Θέλει να είμαστε μαζί και να ξέρουμε πότε να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες και πότε να κάνουμε πίσω, να ξεχωρίζουμε πότε πρέπει να αφηγηθούμε ιστορίες και πότε να τις ακούσουμε. Και όταν ειδικά μπαίνουμε στο ρόλο του να τις αφηγηθούμε, τότε δεν πρέπει στιγμή να ξεχνάμε τι μεγάλη ευθύνη μας έχει δοθεί.

Back to top