Γράφει ο Δημήτρης Τσουκνίδης (φιλόσοφος, ψυχοθεραπευτής, συγγραφέας).
Συνδεθείτε μαζί του στο Instagram και επισκεφτείτε το website.
“Όποτε θέλω να διαβάσω ένα καλό βιβλίο, γράφω ένα…”
Η φράση αυτή ανήκει στον Benjamin Disraeli, αλλά, υπό μία έννοια, εκφράζει κι ένα κομμάτι του συγγραφικού εαυτού μου, καθώς “Η Ψυχίατρος με την Έκτη Αίσθηση” νιώθω πως είναι ένα καλό βιβλίο, πρώτα πρώτα για μένα.
Βεβαίως, η έννοια του “καλού” βιβλίου είναι άκρως υποκειμενική, καθώς έχουμε δει εξαιρετικά βιβλία να μην βρίσκουν ποτέ το κοινό τους και βιβλία δημοφιλή – που απλώς περιέχουν λέξεις στοιβαγμένες σε προτάσεις – να μην έχουν κάποιο βαθύτερο σκοπό και νόημα.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής – πολύ πριν εκδοθεί το βιβλίο – με προβλημάτισε η θέση του Cyril Connolly, ο οποίος αποφάνθηκε πως είναι καλύτερο να γράφεις για τον εαυτό σου και να μην έχεις κοινό, παρά να γράφεις για το κοινό και να μην έχεις εαυτό.
Απορρίπτοντας τον Connolly, στην “Ψυχίατρο με την Έκτη Αίσθηση” προσπάθησα να χτίσω τις πρώτες μου σχέσεις με το αναγνωστικό μου κοινό βρίσκοντας τον εαυτό μου και παράλληλα να κατανοήσω κομμάτια του εαυτού μου οικοδομώντας σύνδεση με τους αναγνώστες μου.
Τώρα που το βλέπω από απόσταση θεωρώ πως πέτυχα λίγο από το πρώτο λίγο και από το δεύτερο: ο εαυτός μου βρέθηκε σε κάθε ήρωά μου και με βάση την απήχηση του βιβλίου υποθέτω πως κι ένα μέρος του εαυτού κάθε αναγνώστη βρέθηκε μέσα στη Νεφέλη, τον Φοίβο, τον Ευάγγελο, τη Στέλλα.
Ίσως αυτό συνέβη επειδή φύτεψα έναν σπόρο ενδιαφέροντος μέσα στους αναγνώστες μου, ο οποίος κάθε μέρα ανθίζει όλο και περισσότερο – ίσως αυτή είναι η ανταμοιβή για τις μοναχικές ώρες της συγγραφικής διαδικασίας.
Βεβαίως, πολύ πριν ο σπόρος ανθίσει στους αναγνώστες μου, η λογοτεχνία μου αιχμαλώτισε πρωτίστως το δικό μου ενδιαφέρον και τη δική μου προσοχή, καθώς οι χαρακτήρες μου πάντα κάτι ζητούν. Άλλες φορές το πετυχαίνουν και άλλες συντρίβονται. Άλλες φορές βασανίζονται από φρικτά πράγματα, τα οποία ίσως είναι η αποτύπωση των “κακών” μου σκέψεων, και άλλες φορές αλληλοσυγκρούονται δημιουργώντας μια δραματική αντιπαράθεση υπαρξιακής επιβίωσης. Ειδική μνεία αξίζει στη βασική μου ηρωίδα, η οποία θεωρώ πως έχει με μένα κάποια συγγενική σχέση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς;
Οι προθέσεις μου κατά τη συγγραφή είναι σαφείς: παντελής έλλειψη διδακτισμού, αποκάλυψη – μέσω κάθε πρότασης – της ιδιοσυγκρασίας των ανθρώπων που αποτυπώθηκαν στις σελίδες μου και προσφορά “παράνομων” σκέψεων που οι αναγνώστες μου δεν τόλμησαν ποτέ οι ίδιοι να σκεφτούν.
Από την επαφή με τους αναγνώστες μου καταλαβαίνω πως αυτές οι προθέσεις μου εκπληρώνονται άρτια και παράλληλα συνδυάζονται με το γεγονός ότι διαβάζοντας την “Ψυχίατρο” ξεφεύγουν από τον εαυτό τους, ίσως πετυχαίνοντας ένα είδος ταύτισης με μία άλλη ανθρώπινη ψυχή – τη δική μου ή της Νεφέλης. Κανείς, τελικά, δεν ξέρει με ακρίβεια…