Γράφει η Ηλέκτρα Τσαγκαράκη (ποιήτρια).
Συνδεθείτε μαζί της στο Instagram.
Η καθοδήγηση
Η έμπνευση είναι η μεγάλη αγάπη της πνοής, της σκέψης, της κίνησης που όταν αγγίζει τον επισκέπτη, ειδικότερα – στην περίπτωση αυτή – εμένα, τον παρασύρει στα θαλερά της χωράφια. Καθώς ξεκίνησα να της κάνω συντροφιά, άρχισα να ερωτεύομαι, να ποθώ τους στίχους της. Οι λέξεις ερχόντουσαν στα αλαργινά όνειρα μου και οικοδομούσαν ακλόνητα μόνες τους έναν δικό τους δρομίσκο. Αισθανόμουν και συνεχίζω να αισθάνομαι τη συνοδεία τους στη σκηνή, όταν τα απαλά πέλματα μου χορεύουν επάνω στα νέφη ή στον ανθόκηπο των οστράκων.
Δε σ’ αγαπώ σαν να’ σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι, σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν: σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα, μυστικά, μεσ΄από την ψυχή και τον ίσκιο
( Πάμπλο Νερούδα )
Ανακαλώ, συχνά, στη μνήμη μου την ημέρα που κάθισα σε αυτό το ξύλινο γραφείο μου, όπως τώρα. Πήρα στα μικρά παιδικά μου χέρια ένα μολύβι και ένα παλιό σχολικό τετράδιο, ένιωθα πως ήμουν ο αρχηγίσκος τους και έτσι δημιούργησα το πρώτο μου αγνό παιδί. Έπειτα, ανήγγειλα στους περισσότερους πλανήτες να εξωραϊστούν, στις δρυάδες και τις ναϊάδες να βρουν έναν αγαθό συνοδό, στους αποθανόντες να πάρουν μορφή με την επικουρία των αγγέλων και τα βρέφη της φύσης να γεννηθούν πρόωρα, αλλά με ασφάλεια ώστε να παρευρεθούν στη δεξίωση που πραγματοποιούσα.
Αφού, με τίμησαν με την παρουσία τους όλοι οι καλεσμένοι και κατόπιν το δαψιλές γεύμα όπου περιείχε μαριναρισμένο χοιρινό στη γάστρα με πατάτες, τους το διάβασα. Από τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, ζεστά δάκρυα κύλησαν στα ροδαλά μου μάγουλα. Εκείνη τη στιγμή, συλλογίστηκα την πρώτη φορά που την αισθάνθηκα, τη θαύμασα. Πόσο ευγνώμων είμαι που τη γνώρισα και πως τώρα έχω την αρμοδιότητα να της το ανταποδώσω με τις πράξεις και τα λόγια μου, να της εκφράσω πόσο χαρμονή μου προξενεί. Μου έδωσε την ικανότητα να παρατηρώ τη βαθιά της ψυχή όταν είναι έτοιμη να αποκαλύψει την τιμαλφή αλήθεια. Η φωνή της, αυτή η αχνή φωνή με παρακίνησε να συναντηθώ μαζί της όταν έκανα ένα εύμορφο περίπατο με την μητέρα μου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι: τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας στο κατάρτι, το μπούσουλα, τη βάρδιά μου και την πορεία στον χάρτη, για ένα δυσεύρετο, μικρό θαλασσινό κοχύλι
( Καββαδίας )
Διαβάζω, πια, με αδημονία Καρυωτάκη, Μπλέικ, Καββαδία, Φόστερ, συνήθως αργά τη νύχτα, όταν έπρεπε ήδη να κοιμάμαι. Η οχλοβοή των συναισθημάτων, μία ορχήστρα λέξεων που ακολουθεί κάθε μου βήμα, κάθε μου μελωδία, με συμβουλεύει και τη συμβουλεύω. Το καθημερινό της άκουσμα, ο δικός της τρόπος σύνθεσης των γραμμάτων με λούζει σαν την βροχή σε όλο μου το σώμα. Η αδυναμία μου σε εκείνη. Η ποίηση μού θυμίζει αναμνήσεις, γεύσεις, εικόνες, οσμές, σκέψεις, καταστάσεις. Με κατανοεί και την κατανοώ. Μου διδάσκει πώς να αποτυπώνω στο χαρτί τον εσωτερικό μου κόσμο, όμως και τον εξωτερικό, με κάνει να βλέπω σε οποιαδήποτε λέξη ένα αγαθό της χαρακτηριστικό. Πλέον, έχω ξεκινήσει ένα ταξίδι που αισιοδοξώ να με ακολουθεί για όλο μου το βίο.