Γράφει ο Γιάννης Ζέρβας (ηθοποιός – θεατρολόγος).
Συνδεθείτε μαζί του στο Instagram και στο Facebook.
Επάγγελμά μου η έμφυτη κλίση μου
Γιατί έγινες ηθοποιός; Με ρωτάνε πολλές φορές! Γιατί έχω μάτια καστανά είναι η απάντηση! Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Είναι μία έμφυτη κλίση, που υπάρχει στο DNA μου, που με τον καιρό και με τα κατάλληλα ερεθίσματα καλλιεργήθηκε, αναπτύχθηκε, φούντωσε και με συνεπήρε!
Τι σημασία έχει να πω, ότι από πέντε χρονών μου άρεσε να φτιάχνω στο μυαλό μου ιστορίες, τις οποίες αποτύπωνα με σκίτσα στο χαρτί, ότι σαν παιδί έτρεχα πάντα πρώτος δύο ώρες πριν στο θέατρο να βγάλω εισιτήριο και να πιάσω πρώτη θέση για να δω τις παραστάσεις των περιοδευόντων θιάσων, ότι ήθελα να γράφω σενάρια, που μετά τα έκανα παραστάσεις κουκλοθέατρου και καραγκιόζη για να τις δουν οι δύο και μοναδικοί θεατές που είχα τότε, η αδερφή μου και η ξαδέρφη μου; Σημειωτέον δεν με πείραζε καθόλου που ήταν δύο, άλλωστε ο στόχος είχε πραγματοποιηθεί και με το παραπάνω, αφού ένας ηθοποιός και ένας μόνο θεατής, αρκούν για να γίνει θέατρο.
Όλα αυτά ήταν συμπτώματα αυτής της προδιάθεσης, που με οδήγησαν να ασχοληθώ περισσότερο, να σπουδάσω στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή, να γίνομαι ηθοποιός μέρα με τη μέρα, παράσταση με την παράσταση, χρόνο με τον χρόνο, να εξελίσσομαι, να μαθαίνω συνεχώς αυτή την τέχνη, που είναι εμπειρική, βιωματική, και που μπήκε στη ζωή μου απροειδοποίητα, σχεδόν απρόσκλητα, και με έφερε αντιμέτωπο με τους φόβους, τις ελπίδες μου, με τον ίδιο μου τον εαυτό, με την ίδια μου την ύπαρξη!
Να ανεβαίνω στη σκηνή, παρά το μεγάλο άγχος που με έχει ήδη κατακλύσει από τα καμαρίνια, και να γίνομαι συμμέτοχος σε ένα παιχνίδι μεταμορφώσεων, που σκοπό έχει να συμπαρασύρει τους θεατές, που με τη θέλησή τους κάθονται σιωπηλοί στη σκοτεινή πλατεία έτοιμοι να «εξαπατηθούν», να παρακολουθήσουν κάτι που μπορεί να μην γίνεται στα αλήθεια αλλά παρ’ όλα αυτά είναι πολύ αληθινό. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν με μαγικό τρόπο, μεταφυσικό, ο χρόνος διαστέλλεται, ο χώρος μεταμορφώνεται και όλοι οι ηθοποιοί γινόμαστε τα πρόσωπα του έργου. Ένα παράθυρο ανοίγεται σε έναν κόσμο διαφορετικό, το άγχος ξεπερνιέται, γίνεται δημιουργικότητα και η απόδραση από την πραγματικότητα γίνεται με τον πιο νόμιμο και αποδεκτό τρόπο. Κι όταν στο τέλος κοινό και ηθοποιοί έχουμε γίνει συμμέτοχοι και «συνένοχοι» στη θεατρική πράξη έρχεται και η ικανοποίηση, η μεγάλη χαρά του χειροκροτήματος και της υπόκλισης.
Αυτό είναι η απόλυτη χαρά για μένα, η μέγιστη ελευθερία να βρίσκομαι πάνω στη σκηνή, υποδυόμενος κάποιον άλλον, που υπάρχει για λίγο, για μία-δύο ώρες, όσο διαρκεί μια θεατρική παράσταση ή ακόμη και για μια στιγμή μέσα στην παράσταση και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη όλων, χωρίς τα «πρέπει» και τα «μη» των κοινωνικών μας αντιλήψεων και στερεοτύπων.
Και τώρα, που το σκέφτομαι, νομίζω ότι αυτή η προδιάθεση, που είχα από μικρό παιδί, είναι η έμφυτη τάση προς την ελευθερία, που όλοι έχουμε μέσα μας, είναι η έξοδος κινδύνου, από την δύσκολη καθημερινότητα που λίγο-πολύ ζούμε, είναι το χόμπι μας που το κάναμε επάγγελμα, που μας χαροποιεί χωρίς να μας κουράζει, κάτι που δυστυχώς δεν είναι από όλους αποδεκτό.