Γράφει ο Θύμιος Διαμαντής (ηθοποιός).
Συνδεθείτε μαζί του στο Instagram και στο Facebook.
Μη γίνεις ποτέ ηθοποιός
Καλοκαίρι 2003 – Ιωάννινα – Απόγευμα. Στο δασάκι του Φρόντζου, με τον 12χρονο τότε συνομήλικο φίλο μου, τον Γιάννη, εξερευνούμε για πολλοστή φορά το δάσος πιστεύοντας πως αυτή τη φορά κάτι θα ανακαλύψουμε, κάτι καινούργιο θα μας αποκαλυφθεί. Παρόλο που ξέραμε απ’ έξω κάθε μονοπάτι, κάθε δέντρο, σχεδόν και κάθε πεσμένο κλαρί. Διασχίζουμε το μικρό δασάκι δίχως να ξέρουμε τι ψάχνουμε, δεν ψάχναμε κάτι στην ουσία, απλά ζητούσαμε κάτι, το οτιδήποτε που θα μπορούσε να εξάψει την παιδική μας φαντασία. Όσο κατεβαίνουμε στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, μία μικρή χωμάτινη κατηφόρα με πεύκα, ακούμε φωνές, πολύ δυνατές φωνές. Τα λόγια μας φαίνονται άγνωστα, προσπαθώ να καταλάβω τι ακούω, να δώσω νόημα, μα δύσκολα.
– Γιάννη, τι λένε; Καταλαβαίνεις;
– Μου μοιάζουν ελληνικά, αλλά κάποιες λέξεις, όχι όλες.
– Και μένα. Μου μοιάζει λίγο σαν το πάτερ ημών, που καταλαβαίνω τα μισά.
Ο διάλογος ίσως δεν έγινε ακριβώς έτσι, αλλά θυμάμαι καλά πως όσα άκουγα προσδιορίζονταν στ’ αυτιά μου ως μία παραλλαγή των ελληνικών, καταλαβαίνοντας ελάχιστες λέξεις. Οι άνθρωποι που μιλούσαν, δε μιλούσαν όπως ο συνηθισμένος κόσμος, δεν ήταν μία συνηθισμένη ομιλία, κάτι που συναντάς στον δρόμο. Άρα, δεν κινδυνεύει κάποιος, σκέφτηκα. Πλησιάζουμε προς τις φωνές και φτάνουμε στα όρια του δάσους με το Αρχαίο θέατρο του Φρόντζου. Ένα πέτρινο αμφιθεατρικό θέατρο στις παρυφές του δάσους. Γνώριζα πως εκεί βρίσκεται ο συγκεκριμένος χώρος, αλλά δεν είχα καταλάβει ακριβώς τη λειτουργία του, τη χρησιμότητά του. Όσο καιρό παίζαμε στο δάσος, το μόνο που ακουγόταν ήταν ήχοι συναυλιών ή πολυκοσμία από τα διπλανά εστιατόρια. Εκείνη τη μέρα όμως ήταν κάτι πολύ διαφορετικό.
– Γιάννη, παίζουν θέατρο.
– Α, γι’ αυτό φωνάζουν έτσι.
Έχουμε σταθεί σε ένα σημείο ανάμεσα στα δέντρα, ένα σημείο από το οποίο βλέπεις λοξά πίσω από τα παρασκήνια, ένα μικρό κομμάτι της σκηνής και σχεδόν το μεγαλύτερο κομμάτι της κερκίδας. Ο κόσμος πολύς, δε μιλά, μόνο προσέχει. Όταν κάποιος ηθοποιός περπατά, ίσα που τον βλέπω στην άκρη της σκηνής. Φοράνε περίεργα ρούχα, λευκά. Τραγουδούν σε περίεργο ρυθμό, με λόγια που δεν καταλαβαίνω αλλά φαντάζουν σοβαρά. Και ξαφνικά, το βλέμμα μου πέφτει εκεί. Σε εκείνη. Τη μία ηθοποιό που ήταν πίσω από τη σκηνή. Κάθεται σε μία καρέκλα, μόνη, με ένα άσπρο φόρεμα να κρέμεται. Το κεφάλι σκυφτό, τα μαλλιά πεσμένα, τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα πόδια της. Κάτι λέει, κάτι ψιθυρίζει. Μιλάει μόνη της, στον εαυτό της, τα χέρια της σφίγγονται, αρπάζει τα πόδια της με δύναμη, τα ξαναφήνει. Γιατί το κάνει αυτό; Φαίνεται να υποφέρει, είμαι σίγουρος πως υποφέρει. Γιατί την αφήνουν να υποφέρει; Γιατί είναι μόνη; Το θέαμα είναι τρομακτικό και συνάμα συναρπαστικό. Δε θέλω να την κοιτάω αλλά δεν μπορώ να πάρω και τα μάτια μου από πάνω της. Ξάφνου κοιτά τον ουρανό, κάτι λέει και το χέρι της δείχνει προς τα πάνω. Σε ποιον μιλάει; Στον Θεό; Στα αστέρια; Τι τους ζητάει; Κουνάει το κεφάλι δεξιά και αριστερά σαν να λέει όχι, σαν να λέει δεν το αξίζω. Δεν αξίζω να υποφέρω τόσο. Όμως από τι υποφέρει; Δεν θα μάθω ποτέ.
– Θύμιο, πάμε να φύγουμε, θα μας ψάχνουν.
– Λίγο ακόμα.
Είμαι θεατής. Θεατής μιας παράστασης. Όχι της παράστασης που βλέπει το κοινό, μιας τελείως διαφορετικής. Η ηθοποιός δεν ξέρει πως έχει θεατές, πως τα μάτια μου παρατηρούν κάθε της κίνηση. Πόσες διαφορετικές παραστάσεις, αληθινές, ζωντανές, κρύβονται μέσα σε σκηνοθετημένες, οργανωμένες παραστάσεις; Πόσο αξίζει να παρατηρείς και τις δύο και ορισμένες φορές περισσότερο εκείνες που δεν ήταν να παιχτούν ποτέ. Θέλω να παίξω, όχι να με δουν, αλλά για να με παρατηρούν, να με παρατηρούν χωρίς να το ξέρω. Να παρατηρούν όσα ντρέπομαι και φοβάμαι να πω. Το πρόσωπο της γυρνά, μας διακρίνει. Δεν ξέρω αν μας άκουσε αλλά κάπως αντιλήφθηκε την παρουσία μας. Με κοιτά κατευθείαν μέσα στα μάτια. Το βλέμμα της είναι ίδιο, όπως πριν. Ενώ με κοιτά, ξέρω πως συνεχίζει να σκέφτεται άλλα πράγματα, τα δικά της, πράγματα του δικού της σύμπαντος. Το βλέμμα της είναι σκυθρωπό. Δεν ξέρω αν νιώθει πραγματικά έτσι ή αν υποκρίνεται ένα βάναυσο συναίσθημα που υπηρετεί στον ρόλο της. Κάτι μου λέει, όχι με λόγια, με τα μάτια. Το λέει ξεκάθαρα. ‘Μη γίνεις ποτέ ηθοποιός.’
20 χρόνια μετά, υπάκουσα στωικά τη συμβουλή της.