Art Living: Μιχάλης Κωτσόγιαννης

Art Living: Μιχάλης Κωτσόγιαννης

Art Living: Μιχάλης Κωτσόγιαννης 1280 720 Art Podcast
Γράφει ο Μιχάλης Κωτσόγιαννης (τραγουδοποιός).

Συνδεθείτε μαζί του στο Instagram και στο YouTube.


Εκτός γιορτής

 

Η μικρή Νότα μόλις έστριψε στη γωνία του γαλαξία «Φόβος 512Α». Πλέον όλο το σύμπαν βρισκόταν μπροστά στα πόδια της. Δεν είχε φύγει ποτέ από το σπίτι της -δεν είχε καλά καλά τελειώσει το σχολείο- αλλά από πολύ μικρή άκουγε τις ιστορίες των μεγάλων, για κάποιες Νότες που κάποτε είχαν φύγει από τον πλανήτη. Περίμεναν, λέει, κάποια μέρα γιορτής, κάποιο γλέντι. Ήθελε καλό υπολογισμό και, φυσικά, πολλή τύχη. Έπρεπε, λέει, να περιμένεις με υπομονή κάποια στιγμή που η ορχήστρα, ο κόσμος και ο πρωτοχορευτής θα συντονίζονταν. Εκεί, πάνω στη φιγούρα, με τη φόρα που θα σου έδινε το τραγούδι του κόσμου, με τη σμπρωξιά από το σόλο του βιρτουόζου, εκεί, εκεί ήταν που έπρεπε να χωρέσεις στον αναστεναγμό του πρωτοχορευτή και να καβαλήσεις το κύμα από το μαράζι του. Και…τσουπ! Εκτοξευόσουν στο διάστημα πριν καν το καταλάβεις. Έτσι έκανε κι αυτή. Το έσκασε από τη γη της, σε ένα φθινοπωρινό γλέντι. Του Αη-Μάμα πρέπει να ήτανε.

Έλεγαν πως τα πρώτα 100 έτη φωτός είναι τα δύσκολα, γιατί, λέει, νοσταλγείς το σπίτι σου και αυτό σε κάνει μελαγχολική και δυσκίνητη. Πράγματι…της φάνηκαν αιώνας! Ήθελε όμως τόσο πολύ να εξερευνήσει τον κόσμο.

Έτσι κατάφερε και πέρασε από το Νεφέλωμα του Κοινότοπου, χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της. Μετά διέσχισε τον Αστερισμό της Σουρντίνας, χωρίς να χάσει τη δύναμή της και, τώρα, να, μόλις πέρασε τον Γαλαξία «Φόβος 512Α». Αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο ως τώρα. Μεγάλες μπάλες από κάποια αντικείμενα που έμοιαζαν με νότες αλλά δεν ήταν, εκσφενδονίζονταν από το κέντρο του Γαλαξία κατά χιλιάδες και την περικύκλωναν. Σαν τα ψαρόνια, τα πουλιά που πετάνε κάνοντας εντυπωσιακούς σχηματισμούς λίγο πριν τη βροχή. Της τραγουδούσαν ένα περίεργο βουητό, σα θόρυβο, το οποίο την ζάλιζε, την παρέλυε και την έκανε να ξεχνάει ποια είναι. Λίγο έλειψε να χάσει τις αισθήσεις της και να αφεθεί στο μεθυστικό αυτό λεφούσι που την καλούσε να γίνει ένα με αυτό. Να παραδεχτεί ότι ήταν και αυτή θόρυβος και να παραδοθεί. Όχι. Κάτι την κράτησε. Η αίσθηση μιας διαφορετικής ταυτότητας. Η υπόσχεση κάποιου πιο ευγενούς προορισμού. Ήξερε ότι δεν ανήκει εκεί.

Τώρα, ταξίδευε πια στο άγνωστο. Δεν είχε ακούσει τίποτα για από δω και πέρα. Καμία Νότα που είχε φτάσει πιο μακρυά από δω δε γύρισε ποτέ πίσω για να το διηγηθεί.

Πέρασαν 200 έτη φωτός και πήγαινε μόνο ευθεία. Δεν έβλεπε τίποτα. Ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Αποφάσισε να ονομάσει αυτήν την περιοχή «Άβυσσο της Μοναξιάς». Σκέφτηκε πολλά πράγματα εκείνα τα χρόνια. Τους γονείς της, τις παιδικές της αναμνήσεις.. Τα αγαπούσε όλα αυτά αλλά δεν τα νοσταλγούσε. Ήθελε να πάει μπροστά. Κάτι την τραβούσε μπροστά. Δεν την ενοχλούσε που είναι μόνη. Θα ’θελε βέβαια πολύ να μάθει αν υπάρχουν και άλλες σαν και αυτήν. Άλλες Νότες, από άλλους πλανήτες, που κάνουν ίσως το ίδιο ταξίδι. Δεν ήξερε. Και είχε αποφασίσει ότι μάλλον δε θα μάθει και ποτέ. Μόνο ταξίδευε ευθεία…

Ξαφνικά, ένιωσε έναν πολύ δυνατό αέρα. Τον πιο δυνατό που είχε συναντήσει ως τώρα. Της ανακάτεψε τα μαλλιά, την έκανε να χάσει την ισορροπία της και να γυρίσει ανάποδα, με το κεφάλι πάνω. Κοίταξε προς τη μεριά όπου φυσούσε ο άνεμος. Δεν έβλεπε τίποτα. Άρχισε όμως να ακούει κάτι. Έναν ήχο…Στην αρχή, αχνά. Μετά, όσο περνούσε η ώρα, όλο και πιο δυνατά…Ο ήχος δυνάμωνε…Ώσπου, ξαφνικά, άρχισε να διακρίνει κάτι σαν ομάδα, σαν παρέα. Και ο ήχος…ξεδιάλυνε…Ώσπου έφτασε πεντακάθαρος στο αυτί της. Την ίδια στιγμή τις είδε. Ήταν πέντε Νότες.

Το κύμα την παρέσυρε. Μπήκε στον κύκλο τους και χόρευε. Χόρευε, χόρευε με την ψυχή της. Γελούσαν…Και, μες στα γέλια τους, ταξίδευαν. Με τον καιρό γνωρίστηκαν. Έρχονταν από ένα άλλον πλανήτη, πολύ μακρυά από τον δικό της. Η μία έμοιαζε με μια ξαδέρφη της. Αλλά είχε πολύ διαφορετικά μαλλιά. Συνέχισαν μαζί το ταξίδι.

Κάποιες φορές, κάθε μερικά έτη φωτός, ξανασυναντούσαν κάποιες τέτοιες παρέες να διασχίζουν το σύμπαν. Πιο σπάνια, συναντούσαν και κάποιες μοναχικές Νότες. Μία κάποτε την πήραν μαζί τους. Κάποιες άλλες ήθελαν να συνεχίσουν μόνες του το ταξίδι. «Δεν είμαστε στην ίδια τη συχνότητα», έλεγαν. Μια μέρα, το πιο περίεργο πράγμα συνέβη. Εκεί όπου ταξίδευε με τις νέες της φίλες, είδανε να τους πλησιάζει από δεξιά ένα φως. Δεν ήταν σαν τη λάμψη του Αστέρα της Συμφωνίας, που είχαν δει πριν λίγο καιρό, που φώτιζε το ταξίδι τους για πολλές μέρες. Ούτε σαν την αχνή φωτεινή γραμμή που είχαν δει τον προηγούμενο αιώνα να αφήνει πίσω του ο Μετεωρίτης του Ίσου και που πάνω του χόρευαν κάποιες παράξενες Νότες, με πιο κοντά πόδια, και πιο μακριά χέρια, που τα είχαν για να μπορούν να αγκαλιάζονται πιο σφιχτά. Όχι. Ήταν κάτι άλλο. Στην αρχή ήταν σαν ένα αστέρι χαμηλά στον ορίζοντα, λίγο πριν την αυγή. Μετά όμως, έγινε πιο καθαρό. Ήταν ένα φως σαν κερί. Ζεστό. Κίτρινο. Ταξίδευε μέσα σε μια Ομίχλη Νοήματος. Η φλόγα του ήταν μικρή αλλά δεν τρεμόπαιζε. Και φώτιζε τριγύρω μια πολύ μεγάλη σφαίρα. Τις πλησίαζε αργά. Αργά…Ώσπου έφτασε δίπλα τους. Σταμάτησε. Κοιτάχτηκαν. Αυτές βρίσκονταν ήδη μες στη σφαίρα του και αισθάνθηκαν μια ζεστασιά. Το περιεργάστηκαν. Είχε σχήμα δέντρου. Ήταν κερί αλλά είχε κλαδιά. Τα τέντωσε. Η Νότα ένιωσε να την ελκύει κάτι μαγικό. Πήγε προς το μέρος του. Το έφερε δυο βόλτες. Και, τελικά, κάθισε πάνω σε ένα κλαδί του. Σιγά σιγά ακολούθησαν και οι υπόλοιπες. Κάθισαν κάθε μία πάνω σε ένα κλαδί του. Αυτό χαμογέλασε. Έβγαλε μια λάμψη. Και συνέχισαν μαζί το ταξίδι τους. Όταν το ρώτησαν πώς το λένε, αυτό τους απάντησε: «Λόγος είναι το όνομά μου». Όλα έμοιαζαν υπέροχα. Οι μέρες περνούσαν και οι Νότες δοκίμαζαν άλλες θέσεις. Κυνηγιόντουσαν στα κλαδιά του Λόγου. Πότε η μία στο χαμηλό κλαδί, πότε η άλλη. Με τους αιώνες, βρήκαν τελικά η κάθε μία τη θέση της. Ο Λόγος ήταν πολύ ευχαριστημένος. Θεωρητικά δεν τις χρειαζόταν, είχε ό,τι του αρκούσε για να ταξιδεύει μόνος του και να φωτίζει γωνιές του σύμπαντος αλλά το ταξίδι μαζί τους ήταν το κάτι άλλο. Ε, δε συγκρινόταν. Μαζί μπορούσαν να τρυπήσουν τοίχους, να περάσουν μέσα από βράχους και ολόκληρους πλανήτες. Μόνος του, συνήθως, έπρεπε να κάνει τον γύρο. Και ήταν τόσο πιο ευχάριστο το ταξίδι με αυτήν την παρέα.

Μια μέρα, εκεί όπου επήγαιναν, νιώθουν κάτι να τους τραβάει προς τα κάτω. Κοιτάζουν, βλέπουν έναν πλανήτη. «Περίεργο», σκέφτηκαν. «Τόσους πλανήτες έχουμε περάσει, δε μας τράβηξε κανείς προς το μέρος του». Άρχισε να τους έλκει όλο και πιο δυνατά. Το πράγμα δεν ήταν πια αστείο. Είχαν σκοπό να πάνε κάπου πιο ένδοξα. Κάπου πιο φωτεινά. Αλλά ο πλανήτης άρχισε να τους εγκλωβίζει στην τροχιά του. Φυσικά, δεν κινδύνευαν να καταστραφούν, γιατί όλοι στο σύμπαν το ξέρουν ότι τα νοτόνια και τα λογόνια είναι τα πιο ασφαλή σωματίδια για να ταξιδέψεις στο σύμπαν. Ούτε αναφλέγονται στις ατμόσφαιρες, ούτε τίποτα. Αλλά γιατί να εγκλωβιστούν;; Δεν καταλάβαιναν. Ο πλανήτης τα τραβούσε…Μπήκαν σε καθοδική τροχιά. Σιγά σιγά, άρχισαν να διακρίνουν λεπτομέρειες. Υπήρχαν κάποιες πολύ μεγάλες γαλάζιες επιφάνειες. Και μετά, άλλες, καφέ, πράσινες, γκρι. Φαίνονταν κανόνια και φωτιές. Φαίνονταν και κάποια πλάσματα που πότε προσπαθούσαν να αφανίσουν το ένα το άλλο, πότε κάποιο άπλωνε το χέρι του για να σηκώσει κάποιο άλλο που ήταν πεσμένο. «Μυστήριος τόπος», σκέφτηκαν. «Αχ, πού πάμε; Μη μου πεις ότι εδώ θα καταλήξει το ταξίδι μας». Και έπεφταν, έπεφταν…

Ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους μια τεράστια μπότα. Φοβήθηκαν μην τα πατήσει και έγειραν όλα μαζί προς τα δεξιά, μπας και γλιτώσουν. Η ταχύτητά τους μεγάλωνε. Τα μαλλιά τους είχαν σχεδόν ξεκολλήσει από το κεφάλι τους. ‘Επεφταν, έπεφταν…Σε λίγα δευτερόλεπτα θα οδηγούνταν στην αναπόφευκτη σύγκρουση. Ξαφνικά, άνοιξα τα μάτια μου. Ό,τι είχα αρχίσει να αποκοιμιέμαι. Άθελά μου, σε ξύπνησα από την ταραχή μου. «Τι είναι;», με ρώτησες μες στον ύπνο σου. «Τίποτα, αγάπη μου. Κοιμήσου. Απλά…μου ήρθε ένα Τραγούδι».

Και τώρα;

Back to top