Art Living: Γιόλα Αργυροπούλου

Art Living: Γιόλα Αργυροπούλου

Art Living: Γιόλα Αργυροπούλου 1280 720 Art Podcast
Γράφει η Γιόλα Αργυροπούλου (δημοσιογράφος).

Συνδεθείτε μαζί της στο Facebook.


Δυο νότες απ’ τα μάτια της…

 

Μικρή έγραφα  γράμματα στ’ αστέρια. Κι εκείνα μου απαντούσαν! Ένιωθα τυχερή που κανείς άλλος δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα μας ή να μαντέψει τη μυστική μας αλληλογραφία, καταχωνιασμένη στις εσοχές ενός παραλληλόγραμμου ξύλινου τραπεζιού, του οποίου ήμουν «ο Καπετάνιος». Είχα  συμπεράνει πως αφενός μεν οι μεγάλοι σπάνια διέθεταν τον χρόνο τους να κοιτάζουν για ώρα  εκστασιασμένοι, όπως εγώ, στον «φωταγωγημένο» ουρανό, ώστε να με πιάσουν στα πράσα την ώρα της ανάγνωσης-αποστολής, αφ’ ετέρου ήταν αδύνατον να ανακαλύψουν την κρυψώνα μου. Είτε θα  πόναγε η μέση τους για να σκύψουν είτε δεν θα καταδεχόντουσαν για να δουν τι κρύβουν τ’ αμπάρια του «Καραβιού μου». Η αλληλογραφία ήταν απόλυτα ασφαλής. Οι μπαλαρίνες με τα λαμέ χόρευαν στην πίστα του σύμπαντος  μόνο για μένα, ευχαριστώντας με για τα ποιήματα που τους έγραφα στην προσπάθεια να ενώσω τους δυο κόσμους. Τον γήινο με τον μεταφυσικό. Και μου τραγούδαγαν…Ένα τραγούδι που o ήχος του, με κάποιο μαγικό τρόπο διέτρεχε τόσα χιλιόμετρα κι έφτανε στα κατάβαθα  του είναι μου. Δώρο ευλογίας σταλμένο από αγαπημένους που με καθοδηγούσαν και με προστάτευαν. Αυτό το κάλεσμα ήταν το φωτεινό, μελαγχολικό μου τραγούδι. Με κείνη την μελαγχολία, φόβο κι επίγνωση του εφήμερου. Μια μουσική χωρίς λόγια, που ενώ ήταν πάντα ίδια, λίγο πριν «αποχαιρετιστούμε» λες κι άλλαζαν οι τελευταίες νότες. Όταν ήμουν λυπημένη ο αποχαιρετισμός είχε κάτι χαρούμενο κι αισιόδοξο. Κι όταν ήμουν χαρούμενη είχε τόση λύπη. Κάποιες φορές νιώθοντας μια ακατανίκητη έλξη, κάρφωνα το βλέμμα μου σε ένα αστέρι λες και προσπαθούσα να το μαγνητίσω. «Ε,  κατέβα» του φώναζε ο εγωισμός μου. Κι εκείνο ανταποκρινόταν. Έκανε τη μεγάλη βουτιά «από την πάνω θάλασσα» για να πέσει στην αγκαλιά μου. Μπορεί να μην τα κατάφερνε να μην μπορούσε να υπολογίσει μα…έπεφτε. Και τόσο δεν κρατιόμουν που έβαζα το χέρι μπροστά στο στόμα μη τύχει και μου ξεφύγει ένας ήχος, ένα γιορτινό ξέσπασμα, μια λέξη, μια ασυγκράτητη χαρά και όλα τιναχτούν στον αέρα για τη σχέση που δεν έπρεπε να μάθει κανείς. Έτσι κι αλλιώς, ποιος θα πίστευε ένα παιδί-αλχημιστή που θα ορκιζόταν πως κατάφερε να λιώσει το βαρύ χρυσό ενός αστεριού στις χούφτες του άπειρου σκοταδιού, μόνο και μόνο για να φωτίσει το μέσα του;

Κι ήταν ένα βράδυ… Ένα ενήλικο βράδυ. Από κείνα τα εσωστρεφή που η ψυχή πεινασμένος σκύλος γλύφει τα κόκκαλα του χτες… Μαζί κι ο ζωντανός σκύλος-φίλος. Αγκαλιά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Με χειρόφρενο. Και την ταχύτητα στο νεκρό. Η…μήπως στην όπισθεν; Tο τρυφερό ξυράφι -λυγμός στη φωνή της Fairuz στο Li Beirut έκανε λίγα μέτρα μπροστά τη θάλασσα ν’ ανατριχιάσει. Δυο υγρές νότες, με διαφορά δευτερολέπτων κύλησαν στο εξωτερικό μέρος της παλάμης, στα λοφάκια που μετράγαμε με τους κόμπους των δακτύλων, τους μήνες. 31…  Δώρο από που; Απάντηση ποιας προσευχής; Σηκώνοντας το βλέμμα, δυο μπουκωμένα μάτια στο χρώμα του φεγγαριού κι ένας σκυλίσιος αναστεναγμός αποχαιρετούσαν μαζί μου εκείνο το τραγούδι των αστεριών που αλλάζει μόνο το τέλος του. Την ίδια στιγμή μια χρυσή μπαλαρίνα έκανε το μεγαλύτερο και τελευταίο μακροβούτι της ζωής της…

Back to top