Γράφει η Ιωάννα Γκανέτσα (συγγραφέας).
Συνδεθείτε μαζί της στο Instagram και στο Facebook.
Το τόπι
Εγώ και η γραφή, συνοδοιπόροι αχώριστοι από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε. Από τότε που το τ πήγε δίπλα στο ο και έφτιαξαν το «το» και το π σύρθηκε ως το ι και έγιναν μαζί το «πι». «Τόπι». Και ξάφνου, ολόκληροι κόσμοι άρχισαν να φλερτάρουν με το τόπι μου.
Δεν σταμάτησε έκτοτε να ταξιδεύει το τόπι μου. Άλλοτε σαν αερόστατο πάνω από θάλασσες, ανάμεσα σε δράκους, δίπλα σε μικρούς εξερευνητές και πειρατές κι άλλοτε σαν μπαλάκι σε αγώνες γκολφ της αγγλικής επαρχίας. Στροβιλιζόταν δίπλα σε μεγάλες υποθέσεις της Αγκάθα Κρίστι. Γινόταν ο μίτος στα φιλοσοφικά ερωτήματα που ταλάνιζαν τον έφηβο εαυτό μου. Κατηφόριζε σε υπόνομους υγρούς και σκοτεινούς και άκουγε ψίθυρους κάθε εποχής που άφησε στον χρόνο το δικό της στίγμα. Πόσο φτωχότερη θα ήταν η φαντασία χωρίς τη λογοτεχνία, η επιθυμία χωρίς τις λέξεις που την ορίζουν, οι άνθρωποι χωρίς τη διέξοδο της τέχνης, οι καλλιτέχνες χωρίς αφορμές να εκφραστούν μέσα από αυτή. Πόσα λιγότερα θα ξέραμε τελικά χωρίς τη γραφή.
Ας γυρίσουμε, όμως, στο τόπι μου. Αυτή την πολύτιμη μικρή λέξη που, σαν κύλησε γοργά ανάμεσα στις σειρές, όρισε τη μοίρα μου. Έκανε τη σπίθα φωτιά, την επιθυμία ανάγκη. Ανάγκη να εκφράζομαι μέσα από ιστορίες. Να γράφω τις λέξεις τόσο εύκολα όσο τις προφέρω. Να μιλώ χωρίς να ανοίγω το στόμα μου. Αυτό το μικρό τόπι, που εκτός από σχήματα, έμαθε να αλλάζει χρώματα. Γινόταν το μαύρο της καταιγίδας, το κόκκινο του ηλιοβασιλέματος, το λευκό της σελήνης, το κίτρινο των αγρών του φθινοπώρου, το πορτοκαλί της φωτιάς που σιγοκαίει τις νύχτες του καλοκαιριού. Γινόταν ουράνιο τόξο μετά από κάθε καταιγίδα μου, οδηγός του φωτός μέσα σε κάθε σκοτάδι μου.
Αυτό ήταν πάντα για μένα η γραφή. Λιμάνι και ταξίδι την ίδια στιγμή. Τρόπος έκφρασης και διαφυγής. Γνώση και αυτογνωσία. Επικοινωνία και μοναχικότητα. Ένας κόσμος με δυο πόλους. Ένας δρόμος. Μονόδρομος με δυο κατευθύνσεις. Μια προς Βορρά και μια προς Νότο. Και όλον τον κόσμο ανάμεσα. Αυτόν και κάθε άλλο κόσμο που η γραφή σου δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσεις. Άτυχοι -κι ας μη το ανακάλυψαν ποτέ- όσοι έμειναν μόνο στο προφανές, στο απτό με το γυμνό χέρι, στο αντιληπτό μόνο από το γυμνό μάτι. Αυτό που προσφέρει η λογοτεχνία είναι η προοπτική να δεις, να ακούσεις και εν τέλει να νιώσεις όσα δεν προλαβαίνεις σε μια μόνο ζωή.
Σε μένα που γράφω δίνει την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, την κρυφή ελπίδα ότι όσα διηγούμαι ίσως μείνουν στο χρόνο σαν θα ‘χω φύγει. Μια στιγμή που θα σφραγιστεί για πάντα με λέξεις που γέννησαν η σύμπραξη του μυαλού και της καρδιάς. Δεν θα μπορούσα να γράφω μόνο για μένα. Να κρατώ τις λέξεις κλειδωμένες στα συρτάρια μου, ξεχασμένες στα αρχεία μου. Οι λέξεις δεν φυλακίζονται. Ζητούν αέναα την ελευθερία τους. Σαν σταγόνες πάνω στο τζάμι που τρέχουν να ενωθούν με τη βροχή, σαν νιφάδες που αφήνουν τον άνεμο να τις παρασύρει πάνω το πάπλωμα του χιονιού. Ας ξέρουν πως κάποτε θα λιώσουν. Είναι ο δικός τους τρόπος να ξεκινήσουν το επόμενο ταξίδι. Σαν ποτάμι που θα χυθεί στη θάλασσα. Σαν γάργαρο νερό που θα ξεδιψάσει ένα λουλούδι στο δρόμο, έναν ακόμη αναγνώστη που περιδιαβαίνει στα μονοπάτια του συγγραφέα. Απαιτητικές ερωμένες οι λέξεις. Ξέρουν πως σαν φύγουν από το μυαλό και τα χέρι του συγγραφέα, κάπου εκεί έξω υπάρχουν γι’ αυτές κρεβάτια να ξεκουραστούν, καταφύγια να ξαποστάσουν. Υπάρχουν οι αναγνώστες.
Γι’ αυτούς γράφω. Τους ανθρώπους που θα τις πάρουν από το χέρι και θα τις ακολουθήσουν στο ταξίδι τους. Είναι ο μόνος τρόπος να επιστρέψουν πίσω σε μένα, φορτωμένες με τα συναισθήματα των άλλων. Εκείνων που θα μπουν στους κόσμους των βιβλίων μου και σαν βγουν από αυτούς, θα σηκώσουν το κεφάλι και θα πουν:
«Πάμε πάλι από την αρχή;»