Γράφει η Μαρία Μπεθάνη (Τραγουδοποιός – Εμψυχώτρια Θεατρικού Παιχνιδιού).
Συνδεθείτε μαζί της στο Instagram και στο YouTube.
Με ρωτάς γιατί γράφω
Έχω συνέχεια στο μυαλό μου λέξεις. Λέξεις που αλλάζουν μελωδίες. Αγαπάω τις λέξεις και πιστεύω πως κουβαλούν τόσα πολλά. Πολλοί νομίζουν πως οι άνθρωποι κουβαλούν τις λέξεις μα εγώ συχνά πιστεύω πως και οι λέξεις κουβαλούν τους ανθρώπους. Έτσι για μένα το νερό που κυλά είναι μαμά, το λεμόνι είναι φίλοι, το τραγούδι τελικά είναι καρδιά.
Από μικρή έφτιαχνα ιστορίες που τραγουδούσα στους φίλους μου και στις κούκλες μου. Είχα και μια κασέτα με όλα αυτά που με είχε ηχογραφήσει η μαμά μου. Την ψάχνω ακόμα. Είναι βέβαια μέσα μου με έναν τρόπο.
Μεγάλωσα στη φύση και αυτό με έκανε τυχερή. Είχα τροφή για τα μάτια και ένιωθα σαν να είχα ένα ποίημα- κισσό μέσα μου σαν σπονδυλική στήλη που ορθώθηκε. Ύστερα μεγάλωσε όπως και οι ιστορίες που τραγουδούσα και μου επέτρεψαν να είμαι παιδί ακόμα και να κοιτάω με μάτια καθαρά το παλιό, να το αναπαλαιώνω με λέξεις και μουσική και να το ζω ξανά και ξανά. Κι αυτό δεν παύει να είναι συγκίνηση κάθε μέρα, κάθε βράδυ, κάθε φορά που γράφω τραγούδια, δακρύζω. Νερό που κυλά.
Ο μπαμπάς μου με έμαθε πιάνο, όσο μπορούσε δηλαδή κι αυτός, γιατί είχα δυσκολία να κάτσω να μελετήσω μιας και πάντα αφαιρούμουν. Άκουγα ένα πουλί να κελαηδά έξω και έτρεχα αμέσως με την αδελφή μου να του φτιάξουμε ένα σπίτι από χαρτόνι από γάλα, να μένει μαζί μας, να του τραγουδώ κι εγώ. Έπειτα πάλι ο μπαμπάς μου μας τραγουδούσε με την κιθάρα, μελοποιούσε ποιήματα, έπαιζε Μαρίζα Κωχ, μας πήγαινε στο Λουκιανό Κηλαηδόνη και η μαμά μου καταμεσήμερο έβρεχε με το λάστιχο τη γη και τραγουδούσε Χαρούλα Αλεξίου.
«Μα τι όνειρα θα έκανα, αν δεν ήσουν στο πλάι μου (μαμά και μπαμπά);»
Μέσα στο σπίτι Λιλιπούπολη και μέσα-έξω βιβλία που πάνε σχολείο, παραλία, βόλτα στο δάσος. Βιβλία με ποιήματα και ιστορίες που ταξιδεύουν παντού. Μας ταξιδεύουν παντού. Οι γονείς μου πάντα κουβαλούν βιβλία. Κι αν δεν έχουμε βιβλία, έχουμε μουσική. Κι αυτά όλα δε μπορεί να είναι λιγότερο από έναν πελώριο σπόρο που του έβαλα νερό και ήμουν όμως και πολύ τυχερή που είχα ήλιο. Θυμάμαι έναν πιο ολοκληρωμένο στίχο που έγραψα όταν ήμουν μικρή:
Έλα να κάνουμε κούνια, δες πως αλλάζει ο ουρανός μεριά, έλα γιατί ξεριζώνουν χίλια τρακτέρ την παιδική χαρά.
Και ήταν από εκείνες τις φορές που ένας φόβος συμπυκνώθηκε σε λέξεις. Μα για σκέψου έλεγα χίλια τρακτέρ να έρχονται να σου χαλάσουν το παιχνίδι σου και σήμερα λέω μα για σκέψου να σου ξεριζώνουν τη χαρά.
Έγραφα στιχάκια από το δημοτικό, στιχάκια που έγιναν πιο ώριμα ποιήματα στην εφηβεία. Ξαφνικά δεν ξέρω πως έγινε και όταν ήρθα φοιτήτρια στην Αθήνα έγραφα μανιωδώς, έπειτα πήρα μια κιθάρα και μπουμ! Αυτό ήταν λοιπόν το φάρμακο κι αυτό και ο γιατρός. Βρέθηκα να γράφω δίσκο και να απαντάω μέσα μου όλες τις ερωτήσεις.
«Γιατί να φοβόμαστε, αφού είμαστε μαζί».
Η αγάπη τόσο δυνατή και τόσο δύσκολη απέναντι στο φόβο. Όλες οι σκέψεις μου βρίσκουν σπίτι στα τραγούδια μου. Άλλοτε έντονες και άλλοτε πιο ξεκούραστες. Όλες οι σκέψεις είναι φίλοι. Λεμόνι. Δε μπορώ πια να με φανταστώ χωρίς να γράφω τραγούδια. Το τραγούδι είναι καρδιά.
Με ρωτάς γιατί γράφω
Σφηνώνεται μια λέξη στο λαιμό μου
Και για να μη πνιγώ, την τραγουδώ
Μια λέξη πιο γρήγορη από δελφίνι
Που δε μπορεί να σταθεί ατάραχη στα κύματα
Γράφω, γράφω και αφήνω μια διαφάνεια στο πέλαγος.
Μια μικρή παύση.
Από εκεί περνάς εσύ κολυμπώντας
Με ρυθμό ονείρου
Καλοκαιρινής βροχής που επιμένει
Να μου θυμίζει πως είμαι παιδί ακόμα
Και έτσι δεν ξέρω πως αλλιώς να ζήσω.
Με ρωτάς γιατί γράφω
Βγάζεις μία φωτογραφία από παλιά
Μου λες εδώ δε θα ξαναβρεθείς ποτέ
Ερευνάς τα μάτια μου να δεις αν θα θυμώσω
Παίρνω για επίθεμα τη λέξη που πληγώνει
Την ακουμπώ στην ίδια την πληγή
Απορροφάται σαν υποβρύχιο
Ταξιδεύει όπως σε καθαρτήριο
Βγαίνει από μέσα μου
Σαν ανθός.
Δε θα το φανταζόσουν ποτέ
Τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιούμε
Και πάντα περισσεύουν.
Κρέμονται από τα χείλη
Για να κολλήσουν σε νέες μνήμες
Γιατί νέες είναι πάντα
Σαν ανθός.